- παράδοξοι
- παράδοξοςcontrary to expectationmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παράδοξος — η, ο / παράδοξος, ον, ΝΑ αυτός που γίνεται παρά προσδοκία, απίστευτος, απίθανος, παράξενος, αλλόκοτος (α. «οι ιστορίες του είναι πάντα παράλογες και παράδοξες» β. «πάνυ γὰρ παράδοξα λέγεις», Ξεν.) νεοελλ. 1. ιατρ. χαρακτηρισμός παθολογικού… … Dictionary of Greek
Υπερβόρειοι — Έτσι ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες τους κατοίκους του απώτατου Βορρά, για τους οποίους κυκλοφορούσαν παράδοξοι θρύλοι. Οι Υ. ήταν, σύμφωνα με αυτούς, ειρηνικός και δίκαιος λαός, γι’αυτό και πήγαινε εκεί, κάθε φθινόπωρο, ο Απόλλων και από εκεί… … Dictionary of Greek